Tου Αλεξη Παπαχελα
Δεν είναι καθόλου εύκολο να μεγαλώνεις σαν χώρα με το παραμύθι πως όλοι σου χρωστάνε και να ξυπνάς μια μέρα απότομα ανακαλύπτοντας πως (α) δεν σου χρωστάει κανείς τίποτα και (β) εσύ χρωστάς σε όλους. Οσο δυσάρεστο και αν ακούγεται, υπάρχει μια πολύ μεγάλη διάσταση ανάμεσα στο πώς βλέπουμε εμείς τους εαυτούς μας και πώς μας βλέπει ο υπόλοιπος κόσμος.
Εμείς πιστεύουμε ότι ο υπόλοιπος κόσμος μάς χρωστάει πολλά για όσα του δώσαμε πριν από 2.500 χρόνια. Δεν έχει σημασία αν η νεοελληνική κουλτούρα και η μετριοκρατία του σύγχρονου ελληνικού πανεπιστημίου δεν έχουν απολύτως τίποτα να κάνουν με αυτά που διδάσκονται στα μεγάλα δυτικά πανεπιστήμια ως «ελληνική κληρονομιά». Εμείς συνεχίζουμε να κυκλοφορούμε με ένα ιδιαίτερο ύφος στον κόσμο, θεωρώντας πως είμαστε περιούσιος λαός. Το κακό είναι πως τα σχετικά «γραμμάτια» εξοφλήθηκαν πριν από 199 χρόνια με το μεγάλο κίνημα του φιλελληνισμού που βοήθησε καταλυτικά στην κατάκτηση της ανεξαρτησίας μας. Το επιχείρημα «εσείς τρώγατε βελανίδια όταν εμείς σας δίναμε φως και γνώση» όχι απλώς δεν πείθει αλλά εξοργίζει, ενώ και το έπος του 1940 δεν τυγχάνει ιδιαίτερης προσοχής διεθνώς αυτές τις ώρες!
Ολοι μας χρωστούν λοιπόν, αλλά δεν δίνουν τα οφειλόμενα. Ολοι οι άλλοι φταίνε πάντοτε για οτιδήποτε κακό συμβαίνει σε αυτόν τον τόπο, έστω και αν εμείς έχουμε κάνει απίθανα λάθη. Και βέβαια στο τέλος νιώθουμε και καλά στον ρόλο της «Ελλαδίτσας», του θύματος που όλοι κυνηγάνε γιατί ζηλεύουν τον τρόπο ζωής της ή γιατί δήθεν είναι το άτακτο παιδί της διεθνούς κοινότητος.
Για να κοιταχτούμε λίγο στον καθρέφτη και να συγκρίνουμε τον εαυτό μας ακόμη και με ταραγμένες αλλά παραγωγικές δεκαετίες. Αντί για τον Ελύτη και τον Σεφέρη, τον Χατζιδάκι και τον Θεοδωράκη μυθοποιήσαμε το πλαστικό και το ηδονιστικό μπουζουκοξεφάντωμα με ατέλειωτες μπουκάλες ουίσκι. Αντί να κυνηγάμε τη γνώση μάθαμε να προοδεύουμε στα πανεπιστήμια με τον συνδικαλισμό και τα «κονέ». Στα τηλεοπτικά μας παράθυρα εκπαραθυρώσαμε τη λογική, αποθεώσαμε το κιτς και τα λαμόγια που το παίζουν «φίλοι του λαού». Μάθαμε την τέχνη, να τα κονομάμε από τα κοινοτικά κονδύλια των κουτόφραγκων, να παριστάνουμε τους αγρότες στα καφενεία και να παίρνουμε τις επιδοτήσεις. Συνηθίσαμε στη λαμογιά και στο λάδωμα στις εφορίες, τις πολεοδομίες και όπου αλλού χρειαζόταν. Δαιμονοποιήσαμε την επιχειρηματικότητα και θεωρούσαμε φυσικό είκοσι παλιόπαιδα με λοστούς να καταστρέφουν τον τουρισμό με την ελπίδα πως θα γίνουν τριάντα την επόμενη φορά οι ροπαλοφόροι. Και όλα αυτά αφού εμείς μυθοποιήσαμε ανθρωπάκια ανίκανα για οτιδήποτε, είτε επειδή μιλούσαν καλά στην τηλεόραση είτε γιατί είχαν ισχυρούς σπόνσορες και τους ψηφίζαμε για να μας κυβερνούν.
Αυτή η ηδονιστική κοινωνία πέρασε υπέροχα αυτές τις δεκαετίες και ασπάσθηκε το δόγμα της νεοελληνικής μαγκιάς, πως δηλαδή μπορεί κάποιος να δουλεύει ελάχιστα, να παίρνει πολλά ή να κάνει αρπαχτές, να είναι μόνιμος και να ζει πιο πλούσια από όσο δικαιολογείται. Το πάρτι τέλειωσε, εδώ και καιρό. Τώρα με το αλκοόλ στο αίμα μας κοιτάμε τον ήλιο και τα συντρίμμια. Δεν μας χρωστάει κανείς τίποτα, δεν μας ζηλεύει κανείς ιδιαίτερα. Εμείς χρωστάμε και πρέπει, χλωρά και ξερά, να πληρώσουμε για τις συσσωρευμένες αμαρτίες δεκαετιών. Στο χέρι μας είναι να βρούμε μέσα μας τον εξωστρεφή, δημιουργικό, άπαικτο και ευρηματικό Ελληνα που χάσαμε στον δρόμο για μια ακόμη τηλεόραση και μια Cayenne. Στο χέρι μας είναι να θυμηθούμε ότι η δουλειά δεν είναι ντροπή, ότι η μονιμότητα δεν είναι το παν, ότι το ρίσκο είναι στο αίμα μας και πως αυτός ο τόπος αξίζει όντως πολλά περισσότερα. Ο άλλος δρόμος είναι να κουκουλιάσουμε στον ρόλο του κυνηγημένου, της Ελλαδίτσας που την φθονούν όλοι και να αυτοκτονήσουμε συλλογικά σαν χώρα περιμένοντας κάποιον να μας δώσει τα χρεωστούμενα.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου