Πριν από πολλά χρόνια μια μεγάλη ομάδα Ελλήνων δημοσιογράφων βρέθηκε σ’ ένα δικαστήριο στο εξωτερικό για μια υπόθεση. Οι φρουροί εκεί ενημέρωσαν όλους πως (α) δεν μπορούν να μπουν μαγνητόφωνα στο δικαστήριο και (β) όλα τα αντικείμενα, τσάντες κ. λπ. έπρεπε να περάσουν από ένα ειδικό μηχάνημα. Οι δημοσιογράφοι άρχισαν να επικαλούνται την «ελευθερία του Τύπου» και αρνούνταν να περάσουν από τη σχετική διαδικασία. Κάποια, μάλιστα, στιγμή, ο τότε γενικός πρόξενος εξήγησε -με στομφώδες ύφος- στον επικεφαλής φρουρό ποιος είναι και του ζήτησε να γίνει μια εξαίρεση. Ο φρουρός απάντησε ότι «δεν με ενδιαφέρει ποιος είστε, ας είστε και ο Πάπας, εδώ δεν μπαίνει κανείς χωρίς να τηρηθούν οι κανόνες μας».
Η μικρή αυτή ιστορία δείχνει πόσο μακριά βρίσκεται η δική μας κουλτούρα στα θέματα ασφάλειας από τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Το πρόβλημα στην Ελλάδα αρχίζει με το περίφημο «έλα μωρέ, ο Γιώργος είναι, ο φίλος του Τάκη, άστον να περάσει», που ακούγεται καθημερινά και σε διάφορες περιστάσεις. Δεν υπάρχει τίποτα αυτόματο και απρόσωπο στην τήρηση των κανόνων ασφαλείας, με αποτέλεσμα να οδηγούν στο μοιραίο η τσαπατσουλιά και η ρουτίνα.
Η άλλη όψη του προβλήματος είναι βέβαια η νοοτροπία των πολιτών. Ο δικηγορικός σύλλογος θεωρεί «προσβλητικό» να ελέγχονται οι δικηγόροι όταν μπαίνουν στα δικαστήρια, λες και δεν μπορεί ένας από τους χιλιάδες δικηγόρους να είναι τρομοκράτης ή συνεργός κάποιου ποινικού που θέλει να αποδράσει. Στις φυλακές αποφασίζει η πολιτεία να μη βάλει κλωβό που να εμποδίζει τη χρήση κινητών από κρατουμένους «γιατί μπορεί να βλάψει την υγεία τους», λες και οι κλωβοί που λειτουργούν στο Μέγαρο Μουσικής ή τη Βουλή είναι δολοφονικοί... Οι δημοσιογράφοι συχνά ωρυόμαστε όταν υφιστάμεθα κάποιον έλεγχο.
Μέσα στο μπάχαλο του μεταπολιτευτικού λαϊκισμού ό,τι είχε να κάνει με ασφάλεια λοιδορήθηκε και δαιμονοποιήθηκε. Οποιος ήθελε μια αστυνομία που να συλλέγει πληροφορίες και να κάνει τη δουλειά της θεωρείτο γραφικός ή ακραίος ή... ή...
Είναι προφανές πως μια κοινωνία που μπαίνει σε μεγάλες αναταράξεις και με έντονο ιστορικό τρομοκρατίας και βίας πρέπει να αλλάξει αν θέλει να αυτοπροστατευθεί και να θωρακίσει τη δημοκρατία της. Οι πολίτες, όποιοι κι αν είναι, ό,τι ιδέα και αν έχουν για τον εαυτό τους, οφείλουν να τηρούν όποιους κανόνες ασφαλείας επιβάλλει το νόμιμο κράτος. Αλλιώς οφείλουν να υφίστανται τις συνέπειες του νόμου! Και ταυτόχρονα το κράτος πρέπει να εκπαιδεύσει μια νέα γενιά αστυνομικών κ. ά. σε συνθήκες επαγγελματισμού και με τη νοοτροπία πως «δεν με νοιάζει αν είσαι ο Πάπας, από εδώ δεν περνάς χωρίς έλεγχο».
Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν είναι εύκολο. Το εντυπωσιακό άλλωστε είναι ότι ένα κομμάτι του ελληνικού μυαλού έχει ποτιστεί μ’ έναν άρρωστο συνδυασμό θεωριών συνωμοσίας και ανόητης αμφισβήτησης των πάντων. Είναι εντυπωσιακό πως πεθαίνουν τρεις συμπολίτες μας στη «Marfin» και κάποιοι, φανατισμένοι και μη, επιμένουν στην αρχή να φωνάζουν πως δεν σκοτώθηκε κανείς και είναι όλα κατασκευάσματα και μετά να ουρλιάζουν πως «για όλα φταίει η έλλειψη πυρασφάλειας». Το ίδιο άλλωστε συνέβη με μερικούς που, μόλις μαθεύτηκε η είδηση της βόμβας στην Κατεχάκη, είτε χαμογελούσαν πονηρά και χαιρέκακα υπονοώντας πως «να τι έπαθε ο Χρυσοχοΐδης που μας έκανε τον μάγκα» είτε, πάλι, έκλειναν το μάτι υποστηρίζοντας πως «μπορεί να είναι και από μέσα η δουλειά, για να ξεχάσουμε το ασφαλιστικό».
Αν δεν αλλάξουμε λοιπόν το «στραβό μας το κεφάλι», ξεριζώνοντας τα χαλασμένα κύτταρα που παράγουν ενστικτωδώς τέτοιες δήθεν «ψαγμένες» βλακείες, αν δεν σοβαρευτούμε ως κράτος και ως κοινωνία, το πρόβλημα της ασφάλειας στη χώρα θα γίνει πολύ πιο οξύ με σημαντικές συνέπειες.
Tου Αλεξη Παπαχελα Καθημερινή
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου